- χαγκάρ
- το, Νβλ. χανγκάρ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαγκάρ — το (λ. γαλλ.), αεροπλανοστάσιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χανγκάρ — και χαγκάρ, το, Ν άκλ. 1. υπόστεγο στο οποίο τοποθετούνται γεωργικά προϊόντα και εργαλεία 2. υπόστεγο αεροπλάνων και άλλων ιπτάμενων μηχανών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. hangar, πιθ. < μέσ. λατ. angarium «στάβλος,… … Dictionary of Greek
Άβαρις — I (8ος; αι. π.Χ.).Θαυματοποιός, μάγος, γιατρός και ήρωας από την Υπερβόρεια Σκυθία (Παραδουνάβια χώρα). Χρημάτισε ιερέας του Απόλλωνα, που του έμαθε να κάνει θαύματα και να μην καταβάλλεται από την πείνα. Ο Απόλλων τού χάρισε κι ένα χρυσό βέλος,… … Dictionary of Greek
Ερυθραία — Επίσημη ονομασία: Κράτος της Ευθραίας Έκταση: 121.144 τ. χλμ Πληθυσμός: 4.298.269 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ασμάρα (395.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί (ΝΑ), ενώ στα… … Dictionary of Greek
Μάλτα — I Νησιωτικό κράτος της νότιας Ευρώπης στην κεντρική Μεσόγειο, περίπου 60 ναυτικά μίλια N της Σικελίας.Σημαντικό πολιτιστικό κέντρο κατά την αρχαιότητα και σε σημαντική γεωστρατηγική θέση, η Μ. υπέστη διαδοχικές κατοχές αλλά ταυτόχρονα ήρθε σε… … Dictionary of Greek